- παρεκτροχάζω
- παρεκ-τροχάζω,A pass by, IG12(8) p.vii (found in Egypt).II run from the path, yield the road, τισι Tz.H.10.84.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεκτροχάζω — ΜΑ παρέρχομαι, περνώ δίπλα μσν. τρέχω έξω από τον δρόμο, αφήνω ελεύθερη τη διάβαση, παρεκτρέχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκτροχάζω «βγαίνω έξω τρέχοντας»] … Dictionary of Greek